κάλαμος

κάλαμος
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει τον φίλο του στον θάνατο, γιατί ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς αυτόν. Τελικά ο Δίας τον λυπήθηκε, και έτσι μεταμόρφωσε τον Κ. σε υδρόφιλο καλάμι και τον Καρπό σε καλάμι σιταριού.
II
Ονομασία οκτώ οικισμών.
1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 1.967 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή του νομού, στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, σε απόσταση 45 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί την ομώνυμη κοινότητα της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 44 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνος του νομού Ευβοίας.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 19 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευδήλου του νομού Σάμου.
4. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 50 μ., 483 κάτ.) του Καλάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού. Αποτελεί έδρα της κοινότητας Καλάμου του νομού Λευκάδος.
5. Οικισμός (13 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων.
6. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 157 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς.
7. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 86 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργαλαστής.
8. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 20 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 68 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου.
III
Μικρό νησί (27,88 τ. χλμ., 543 κάτ.) του Ιονίου πελάγους ανάμεσα στα ακρωτήρια Καλαμάφκα και Μύτικα της Ακαρνανίας και των νησιών Καστός και Μαγνησίας. Έχει μήκος 19 χλμ. και πλάτος 4 χλμ. ενώ το μήκος των ακτών του είναι 30 χλμ. Μια οροσειρά διατρέχει όλο το μήκος του νησιού, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η υψηλότερη κορυφή της, το Βουνί (745 μ.). Υπάγεται διοικητικά στον νομό Λευκάδος. Το νησί είναι γνωστό από τις επιδρομές που εξαπέλυσε από τις ακτές του ο Λάμπρος Κατσώνης το 1791, καθώς και ως καταφύγιο αγωνιστών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Το νησί Κάλαμος στο Ιόνιο πέλαγος, ΝΑ της Λευκάδας.
Πανοραμική άποψη της Καλαμπάκας.
IV
Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου.
1. Ακρωτήριο στη βορειοανατολική ακτή της Αττικής, στον νότιο Ευβοϊκό.
2. Ακρωτήριο της Φθιώτιδας, στη νοτιοδυτική ακτή του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου.
3. Ακρωτήριο της Ανάφης στο ακραίο ανατολικό σημείο του νησιού.
* * *
ο (AM κάλαμος)
το φυτό καλάμι*
νεοελλ.
1. πένα, κονδυλοφόρος
2. ανατ. «κάλαμος γραφικός» ή «τού Ηροφίλου» — η κάτω γωνία τού ρομβοειδούς βόθρου, στην τέταρτη κοιλία τού εγκεφάλου
μσν.-αρχ.
δελτίο με το οποίο έπαιρνε κανείς σιτηρέσιο
αρχ.
1. τα φύλλα τού κορμού τού καλαμιού που χρησιμοποιούνται για στέγαση οικημάτων ή για κατασκευή στρωμάτων, πλεγμάτων, στεφανιών κ.λπ.
2. καλαμένια στέγη
3. ονομασία διαφόρων φυτών παραπλήσιων με το καλάμι
4. ελαφρά καύσιμη ύλη
5. κάθε φυτό που δεν είναι δέντρο, ούτε θάμνος, ούτε χόρτο
6. καλάμινο πλέγμα, καλάθι, κοφίνι, πανέρι
7. καλάμινος αυλός
8. αλιευτικό εργαλείο, καλαμίδι
9. κυνηγετικό εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα
10. μέτρο μήκους, ράβδος για την καταμέτρηση μήκους, με διάφορο κατά τόπους μήκος, από 5 ώς 6 2 / 3 πήχεις
11. καλαμένια γραφίδα
12. ιατρ. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για εμφύσηση
13. σωλήνας που χρησιμοποιούνταν για θέρμανση ή για εξαγωγή διαφόρων επιβλαβών σωμάτων από όργανα τού σώματος, από τραύματα κ.λπ.
14. σκελετός από μικρά ξύλα ή σύρμα, με τον οποίο επιτυγχανόταν η ακινησία μέλους τού σώματος που είχε υποστεί θλάση, νάρθηκας
15. πάπ. πάσσαλος στον οποίο προσδένονται τα δέντρα
16. μεταλλικό εργαλείο που πυρακτωνόταν και χρησιμοποιούνταν για το κατσάρωμα τών μαλλιών
17. είδος καρφοβελόνας που χρησιμοποιούνταν για διακόσμηση τών μαλλιών
18. κόσμημα τού γυναικείου χιτώνα
19. το καλαμένιο στέλεχος τού σταχιού
20. το οστό τής κνήμης, το καλάμι
21. το στέλεχος βέλους κατασκευασμένου από ένα φυτό παραπλήσιο με το καλάμι
22. στον πληθ. οι κάλαμοι
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. κάλαμος όσο και ο παράλληλός του καλάμη εικάζεται ότι προήλθαν από *κόλαμος, *κολάμᾱ (με αφομοίωση τού -ο-) και ότι ανάγονται σε IE *kolәmo-, *kolәmā- «καλάμι», όπως και τα: λατ. culmus «καλάμη», αρχ. άνω γερμ. Halm «άχυρο», αρχ. σλαβ. slama, ρωσ. soloma κ.ά. Το ουσ. κάλαμος μαρτυρείται στη λατ. πιθ. ως δάνειο με τη μορφή calamus.
ΠΑΡ. καλαμίδα(-ίς), καλαμίζω, καλάμινος, καλαμίσκος, καλαμίτης, καλαμώδης, καλαμώνας, καλαμώνω(-όω, -ώ)
αρχ.
καλαμεία, καλαμεύς, καλαμευτής, καλαμία, καλαμικός, καλάμιον, καλάμιστρος, καλαμόεις
αρχ.-μσν.
καλαμηδόν
μσν.- νεοελλ.
καλαμάρι(-ιον).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καλομοειδής
αρχ.
καλαμαύλης, καλαμαυλητής, καλάμαυλος, καλαμηφάγος, καλαμηφόρος, καλαμοδόας, καλαμογλύφος, καλαμογραφία, καλαμοδύτης, καλαμοθήκη, καλαμοθήρας, καλαμοκεντρίτις, καλαμοκόπος, καλαμόκρινον, καλαμοπώλης, καλαμοστασία, καλαμοστεφής, καλαμοσφάκτης, καλαμότομος, καλαμουργώ, καλαμόφθογγος
αρχ.-μσν.
καλαμόφυλλος
μσν.
καλαμοκόπιον. (Β' συνθετικό) αρχ. επικάλαμος, θρυοκάλαμος, λεπτοκάλαμος, μονοκάλαμος, ολεσισιαλοκάλαμος, ολιγοκάλαμος, ολοκάλαμος, ορθοκάλαμος, παχυκάλαμος, πολυκάλαμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάλαμος — reed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλαμος — Sp Kãlamas Ap Κάλαμος/Kalamos L s. ir g tė Jonijos j. ir mst. Atikoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καλάμω — κάλαμος reed masc nom/voc/acc dual κάλαμος reed masc gen sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμοιο — κάλαμος reed masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμοις — κάλαμος reed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμοισι — κάλαμος reed masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμοισιν — κάλαμος reed masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμου — κάλαμος reed masc gen sg καλαμόω bind pres imperat act 2nd sg καλαμόω bind imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμους — κάλαμος reed masc acc pl καλαμόω bind imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμων — κάλαμος reed masc gen pl καλαμόω bind imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”